κοῦφ'

κοῦφ'
κοῦφα , κοῦφος
light
neut nom/voc/acc pl
κοῦφε , κοῦφος
light
masc voc sg
κοῦφαι , κοῦφος
light
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • κουζουλαμός — ο (Μ κουζουλαμός) κουζουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουζουλαίνω (πρβλ. βουβ αμός, κουφ αμός)] …   Dictionary of Greek

  • κουφάγρα — κουφάγρα, ἡ (Μ) κουφαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) * (Ι) + άγρα*] …   Dictionary of Greek

  • κουφάλογο — το 1. κουφό άλογο 2. μτφ. τελείως κουφός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + άλογο] …   Dictionary of Greek

  • κουφάρι — το (Μ κουφάρι) 1. το πτώμα 2. η θωρακική και κοιλιακή κοιλότητα και γενικότερα ο κορμός τού ανθρώπινου σώματος 3. το σκάφος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουφ άριον < κοῦφος (τὸ) «θωρακική κοιλότητα» + άριον] …   Dictionary of Greek

  • κουφαγροικούμαι — κουφαγροικοῡμαι, έομαι (Μ) προκαλώ υπόκωφο ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + ἀγροικοῦμαι «ακούω»] …   Dictionary of Greek

  • κουφαηδόνι — το (μτφ. και χλευαστικά) ο τελείως κουφός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + αηδόνι] …   Dictionary of Greek

  • κουφοβοσκώ — άω 1. βοσκώ κρυφά τα πρόβατα σε τόπους όπου η βοσκή είναι απαγορευμένη 2. υποσκάπτω κάτι ύπουλα, καταστρέφω σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + βοσκώ] …   Dictionary of Greek

  • κουφοβράζω — 1. βράζω, αργά, σιγοβράζω 2. (για μετεωρ. φαινόμενα) είμαι πνιγηρός («τ αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε», Βαλαωρ.) 3. μτφ. σιγοκαίω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι αφανὼς («κουφοβράζει η αγανάκτηση τοὺ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”